- πρόσβαρος
- η , ο 1. имеющий добавочный вес; перевешивающий;
αυτό είναι σωστό και πρόσβαρο — это (вес) с походом;
2. (τό ) довесок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτό είναι σωστό και πρόσβαρο — это (вес) с походом;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόσβαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό βάρος, ο βαρύτερος από το κανονικό 2. το ουδ. ως ουσ. το πρόσβαρο μικρό ποσό ή αντικείμενο που προστίθεται για συμπλήρωση τού ελλείποντος βάρους ενός πράγματος που ζυγίζεται. επίρρ... πρόσβαρα με βάρος… … Dictionary of Greek
πρόσβαρος — η, ο αυτός που ξεπερνάει κάπως το κανονικό βάρος: Σωστό και πρόσβαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)